ακλώσσητος

ακλώσσητος
-η, -ο [κλωσσώ]
(για κότες)
1. αυτή που δεν κλωσσά ή δεν κλώσσησε τα αβγά της
2. αυτή που δεν γεννά αβγά
3. (για αβγά) αυτά που δεν έχουν επωαστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακλώσσευτος — η, ο [κλωσσεύω] 1. (για αβγά) ο ακατάλληλος για επώαση 2. ο ακλώσσητος …   Dictionary of Greek

  • ακλώσσιστος — η, ο ο ακλώσσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωσσώ αναλογικός σχηματισμός κατά τα επίθ. τών ρημ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”